γελοιώδης

γελοιώδης
ης, ες см. γελοίος;

ο γελοιώδέστερος τύπος — самый несерьёзный человек


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γελοιώδης" в других словарях:

  • γελοιώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) γελοιώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γελοιώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιώδης — γελοιώδης, ες (Μ) [γελοίος] γελοίος …   Dictionary of Greek

  • γελοιωδέστερον — γελοιώδης adverbial comp γελοιώδης masc acc comp sg γελοιώδης neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιώδει — γελοιώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γελοιώδης masc/fem/neut dat sg γελοιώδεϊ , γελοιώδης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιώδη — γελοιώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γελοιώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γελοιώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιωδέστατα — γελοιώδης adverbial superl γελοιώδης neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιωδέστατον — γελοιώδης masc acc superl sg γελοιώδης neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιῶδες — γελοιώδης masc/fem voc sg γελοιώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιώδεις — γελοιώδης masc/fem acc pl γελοιώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιωδῶς — γελοιώδης adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιώδεσι — γελοιώδης masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»